- μεζονέτα
- dubleks daire
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μεζονέτα — και μαιζονέτα, η κατοικία με δύο ορόφους οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερική σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maisonette, υποκορ. τού maison «οικία, σπίτι»] … Dictionary of Greek